- σαμοβάρι
- το, Νρωσικής προελεύσεως μεταλλικό σκεύος αποτελούμενο από βραστήρα και από μια μικρή εστία, στο οποίο βράζει νερό για την παρασκευή τσαγιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. samovar «αυτό που βράζει μόνο του» < samo- «ίδιος, μόνος του» + variť «βράζω, μαγειρεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.